παρήγοροι

παρήγοροι
παρήγορος
consoling
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρηγοροῖ — παρηγορέω address pres opt act 3rd sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres opt act 3rd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρήγοροι — Παρήγορος consoling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήγορος — η, ο / παρήγορος και δωρ. τ. παράγορος, ον, Α αυτός που απαλύνει τον ψυχικό πόνο και επιφέρει ηρεμία και αισιοδοξία στην ψυχή, παραμυθητικός αρχ. 1. αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική κατάσταση («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”